- ακήδευτος
- -η, -ο1. ο νεκρός που δεν κηδεύτηκε ακόμη: Αν φύγουμε τώρα, θα προλάβουμε το νεκρό ακήδευτο.2. αυτός που θάφτηκε χωρίς κηδεία: Αναγκάστηκαν να θάψουν τους νεκρούς ακήδευτους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.